- πολύεφθος
- πολύ-εφθος, ον, = sq., interpol. in Dsc.2.124.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύεφθος — ον, Α πολυέψητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. πολυ * + ἑφθός «ψητός», ρηματ, επίθ. τού ἕψω (πρβλ. ημί εφθος)] … Dictionary of Greek